- ξέχωμα
- το выкапывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέχωμα — ξέχωμα, το και ξέχωσμα, το, ατος το αποτέλεσμα του ξεχώνω, ξεθάψιμο, ανακομιδή οστών νεκρού, εκταφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέχωμα — και ξέχωσμα, το [ξεχώνω] 1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη 2. εκταφή νεκρού … Dictionary of Greek
εκταφή — η 1. εξαγωγή νεκρού ή τών οστών του από τον τάφο, ξεθάψιμο, ξέθαμμα 2. εξαγωγή πράγματος χωμένου στη γη, εκσκαφή, ξέχωμα … Dictionary of Greek
ξέχωσμα — το βλ. ξέχωμα … Dictionary of Greek
εξόρυξη — η 1. εκσκαφή, ξέχωμα, απόσπαση πράγματος από το βάθος της γης: Εξόρυξη πετροκάρβουνου. 2. απόσπαση από οπουδήποτε, βγάλσιμο: Εξόρυξη ματιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)